- ξεσποριάζω
- 1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, -η, -οα) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρουςβ) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του, που γέρασε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σποριάζω «αποκτώ σπόρους»].
Dictionary of Greek. 2013.