ξεσποριάζω

ξεσποριάζω
1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό
2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, -η, -ο
α) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρους
β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του, που γέρασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σποριάζω «αποκτώ σπόρους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεσποριάζω — ξεσποριάζω, ξεσπόριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσποριάζω — ξεσπόριασα, ξεσποριασμένος 1. μτβ., βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια καρπού: Το κεράσι το ξεσποριάζουν για να το κάνουν γλυκό. 2. αμτβ., βγάζω, παράγω σπόρους, αλλ. σποριάζω: Ξεσπόριασαν τα μαρούλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσπόριασμα — το [ξεσποριάζω] 1. η αφαίρεση τών σπόρων από τον καρπό 2. το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης τού καρπού, ο σχηματισμός σπόρων, το σπόριασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”